- Ἐπιμηθέως
- Ἐπιμηθέω̆ς , ἘπιμηθεύςEpimetheusmasc gen sgἘπιμηθεύςEpimetheusmasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιμηθέως — ἐπιμηθής thoughtful adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πιμηθέως — ἐπιμηθέως , ἐπιμηθής thoughtful adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψίνους — ὀψίνους, ουν και ποιητ. τ. οος, οον (Α) (ως προσωνυμία τού Επιμηθέως) αυτός που σκέπτεται ή καταλαβαίνει κάτι καθυστερημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + νοῦς] … Dictionary of Greek
πανδώρα — I Δίτομο μουσικό βιβλίο, που περιέχει τραγούδια τονισμένα με βυζαντινή παρασημαντική. Στον πρώτο τόμο περιέχονται βυζαντινά δημοτικά τραγούδια και στον δεύτερο αραβοπερσικά. Τα τραγούδια αυτά μεταφέρθηκαν από την αρχαία παρασημαντική στη νεότερη… … Dictionary of Greek
πύρρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, σύζυγος του Δευκαλίωνα, μητέρα του Έλληνα, του Άμφικτίονα και της Πρωτογένειας. 2. Κόρη του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας, και αδελφή της Ηνιόχης. 3. Άλλη ονομασία της Δηιδάμειας,… … Dictionary of Greek